Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΥ ΕΚΤΟΣ ΓΑΜΟΥ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 1463 ΑΚ, η συγγένεια του προσώπου με την μητέρα του και τους συγγενείς της συνάγεται από την γέννηση. Η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο του της μητέρας με τον πατέρα ή ιδρύεται με την αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική.
Ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον συναινεί σε αυτό και η μητέρα. Αν η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση γίνεται με μόνη την δήλωση του πατέρα.
Η αναγνώριση από τον πατέρα ή τους γονείς του γίνεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου ή με διαθήκη. Η συναίνεση της μητέρας παρέχεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου. Οι δηλώσεις της αναγνώρισης και της συναίνεσης γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. Ανάκληση αυτών των δηλώσεων είναι ανίσχυρη.
Σε περίπτωση αναγνώρισης, εκούσιας ή δικαστικής, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, επέρχεται πλήρης εξομοίωση του τέκνου που γεννιέται εκτός γάμου με αυτά εντός γάμου απέναντι στους δυο γονείς και στους συγγενείς τους. Δημιουργείται έτσι πλήρης συγγενικός δεσμός μεταξύ του πατέρα και των συγγενών του με το αναγνωρισμένο παιδί, γεννιέται το κληρονομικό του δικαίωμα, και δημιουργούνται αμοιβαία υποχρεώσεις και δικαιώματα μεταξύ του πατέρα και του παιδιού. Η μόνη παρέκκλιση είναι το ζήτημα της ρύθμισης του επωνύμου (ΑΚ 1506) και της γονικής μέριμνας, η οποία με βάση το άρθρο 1515 ΑΚ ανήκει κατά κύριο λόγο στη μητέρα.
Τα αποτελέσματα της αναγνώρισης ενεργούν αναδρομικά από το χρόνο γέννησης του τέκνου. Συνεπώς, αυτό αποκτά αναδρομικά δικαίωμα διατροφής και κληρονομικό δικαίωμα. Ενόψει των διατάξεων των άρθρων 1479 και 1484 ΑΚ, αντίστοιχη κοινή υποχρέωση διατροφής του χωρίς γάμο γεννηθέντος τέκνου τους έχουν, τόσο η μητέρα και ο εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρισθείς ως φυσικός τους πατέρας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1486 ΑΚ, το ανήλικο τέκνο ακόμα και αν έχει περιουσία, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προϊόν της εργασίας του δεν επαρκούν για την διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάσει τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ανάλογη διατροφή). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την συντήρηση του τέκνου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και εν γένει εκπαίδευση του.

Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής διατροφής, την οποία ασκεί η μητέρα του γεννημένου εκτός γάμου ανήλικου τέκνου της, ως ασκούσα την επιμέλεια αυτού, απαιτείται να εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργασθεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα του, οι ανάγκες αυτού που είναι προσδιοριστικές του ύψους της καταβλητέας διατροφής, και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την ανάλογη διατροφή, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται στο δικόγραφο με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του χρηματικό ποσό. Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα, ενώ αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταβολή με άλλον τρόπο, όπως σε είδος (π.χ. παροχή στέγης). 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4242/2014 – ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ




Με το άρθρο 13 του ν. 4242/2014, που δημοσιεύθηκε στις 28/02/2014, επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στις εμπορικές μισθώσεις, όπως αυτές ρυθμίζονται σε γενικότερο πλαίσιο με το π.δ. 34/1995. Με τις νέες αυτές ρυθμίσεις, οι εμπορικές μισθώσεις χωρίζονται πλέον σε δύο κατηγορίες: εκείνες που συνάπτονται μετά τις 28/02/2014, ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου, και εκείνες που είχαν συναφθεί πριν από αυτήν την ημερομηνία.
Ειδικότερα, ορίζεται πλέον ρητώς ότι οι μισθώσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Συνεπώς, για τις νέες μισθώσεις παύει πλέον να ισχύει η υποχρεωτική δωδεκαετής διάρκεια του π.δ. 34/1995.
Ακόμη, στις νέες μισθώσεις δεν εφαρμόζονται αρκετές από τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος, όπως κυρίως το δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης από τον εκμισθωτή για ιδιόχρηση και ανοικοδόμηση, αλλά και η δυνατότητα καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή λόγω μεταμέλειας. Ωστόσο, οι συμβαλλόμενοι μπορούν εγκύρως να συμφωνήσουν, ότι οι παραπάνω διατάξεις θα εφαρμόζονται σε συγκεκριμένη σύμβαση μίσθωσης.
Ως προς τις παλαιές μισθώσεις, προβλέπεται ότι οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως αυτό έχει πλέον τροποποιηθεί. Οι βασικότερες τροποποιήσεις είναι ότι πλέον η ελάχιστη διάρκεια της μίσθωσης για την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας για ιδιόχρηση και ανοικοδόμηση μειώνεται στο μισό, ενώ στο μισό μειώνονται και τα μηνιαία μισθώματα που οφείλονται ως αποζημίωση στις περιπτώσεις καταγγελίας.
Κοινό χαρακτηριστικό και στις παλαιές και στις νέες εμπορικές μισθώσεις, είναι ότι εφαρμόζονται σε αμφότερες οι γενικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ για αναπροσαρμογή του μισθώματος, όταν αυτό δικαιολογείται από τις εκάστοτε συνθήκες.
To π.δ. 34/1995 προβλέπει ρητά τη δυνατότητα επίκλησης και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ, σε περίπτωση επέλευσης απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του συγκεκριμένου άρθρου, ώστε αφενός η παροχή του οφειλέτη μισθωτή να μην καταστεί υπέρμετρα επαχθής και αφετέρου να είναι δυνατή η συνέχιση της μισθωτικής σχέσης. Όπως γίνεται δεκτό, η αναπροσαρμογή μισθώματος επί επαγγελματικής μισθώσεως είναι δυνατόν να γίνει όχι μόνο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ, δυνατότητα η οποία ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 4 ΠΔ 34/1995, αλλά και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, η οποία αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέσθηκε ακόμη. Επιγραμματικά, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής.
Ωστόσο, η αναπροσαρμογή του μισθώματος μπορεί να επιτευχθεί και με βάση το άρθρο 288 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσον ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη.
Ειδικότερα δε το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του "ελευθέρου" -για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας - το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά, πρέπει στη συνέχεια το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής.
Απαραίτητα στοιχεία της αγωγής με βάση το άρθρο 288 ΑΚ: κατ’ αρχάς, ο ενάγων οφείλει να εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής ποιες είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες (οικονομικές, νομισματικές κ.λ.π.), οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος. Δηλαδή, απαιτείται έτσι κατά τρόπο συγκεκριμένο να αναφερθεί η σημαντική μείωση του τιμάριθμου και του ατομικού εισοδήματος, η μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, η ζημία του μισθωτή και τέλος, η μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων.
Τέλος, το δικαίωμα αναπροσαρμογής τόσο κατά το άρθρο 388 όσο και κατά το 288 ΑΚ είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν λοιπόν πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού ο περί του μισθώματος συμβατικός όρος (ήτοι η συμφωνία περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος) καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορος πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος.

Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο 22920 27360.


Ετικέτες ,

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ




Σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ «η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού». Όπως προκύπτει από την ίδια τη διάταξη, η γονική μέριμνα είναι λειτούργημα, που περιλαμβάνει πολλά δικαιώματα και υποχρεώσεις, και συγκεκριμένα περιλαμβάνει την επιμέλεια του τέκνου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Ο νόμος διακρίνει ανάμεσα σε φορέα του δικαιώματος και δικαιούχο της άσκησής του. Κατά κανόνα, οι ιδιότητες αυτές συμπίπτουν στο πρόσωπο και των δύο γονέων. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, η άσκηση της γονικής μέριμνας αποχωρίζεται από το φορέα του δικαιώματος.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και κατά το διαζύγιο, όπως προβλέπει και η ΑΚ 1513 στο εδ. α’: «Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο». Σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία και μπορεί είτε να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα, είτε και στους δύο, είτε να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, ενώ μπορεί να την αναθέσει και σε τρίτο. Ωστόσο, συχνότερα συναντώνται στην πράξη κατ’ εξοχήν οι περιπτώσεις όπου ζητείται η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα.
Επίσης, κατά το άρθρο 1511 ΑΚ «κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου». Το συμφέρον του τέκνου πρέπει να είναι και ο βασικός γνώμονας της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, ενώ πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται και η γνώμη του ιδίου, ανάλογα με την ωριμότητά του. Τέλος, η δικαστική απόφαση που ρυθμίζει την άσκηση της γονικής μέριμνας υπόκειται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αν μεταβληθούν οι συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν στην αρχική λύση (ΑΚ1536).
Με το άρθρο 1520 ΑΚ αναγνωρίζεται υπέρ του γονέα, ο οποίος δεν διαμένει με το τέκνο, δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας μαζί του.  Το κύριο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αποτελεί η ρύθμιση της επικοινωνίας μετά το διαζύγιο, οπότε κατά κανόνα η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ανατίθεται στον ένα από τους δύο γονείς. Στην περίπτωση αυτή ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί και δεν ασκεί την επιμέλεια θα είναι ο δικαιούχος επικοινωνίας και ο ασκών την επιμέλεια γονέας θα είναι ο υπόχρεος.
Οι λεπτομέρειες για την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ρυθμίζονται, σύμφωνα με την ΑΚ 1520 παρ. 3, από το δικαστήριο, το οποίο και καθορίζει τον χρόνο και τον τρόπο της επικοινωνίας. Το δικαστήριο προβαίνει στη ρύθμιση αυτή, σταθμίζοντας τα εκατέρωθεν συμφέροντα και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο συμφέρον του παιδιού. Κατά την κρατούσα άποψη, μάλιστα, το δικαστήριο, ρυθμίζοντας την άσκηση της γονικής μέριμνας, μπορεί να προβαίνει αυτεπαγγέλτως και στη ρύθμιση της επικοινωνίας, ακόμη και χωρίς να υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους των γονέων.
Κατά τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα αυτό, εφόσον αυτοί κρίνονται αναγκαίοι χάριν προστασίας του τέκνου. Οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να αναφέρονται στον τόπο, το χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ειδικό τρόπο λόγω ειδικών περιστάσεων. Τέλος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα μπορεί να διατάσσεται από το δικαστήριο και ο πλήρης αποκλεισμός του δικαιώματος επικοινωνίας. Αυτό μπορεί να συμβεί, π.χ., στις περιπτώσεις που ο δικαιούχος γονέας πάσχει από μεταδοτικό νόσημα, πνευματική ή ψυχική ασθένεια, ή διαπράττει σοβαρά παραπτώματα σε σχέση με το παιδί.
Σε περίπτωση διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως ή διαζυγίου, αρμόδιο να ρυθμίσει το θέμα της ανάθεσης της επιμέλειας και της ρύθμισης της επικοινωνίας είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο για τη λήψη σχετικής απόφασης πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Πρωταρχικό κριτήριο είναι το συμφέρον του τέκνου. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Ουσιώδους σημασίας είναι η ύπαρξη τυχόν ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς έναν από τους γονείς του, η οποία λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο.
Εάν η επιμέλεια τέκνων έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, λ.χ. στη μητέρα, τότε αυτή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα τρέχοντα μόνο καθημερινά ζητήματα, τα σχετιζόμενα με την επιμέλεια του τέκνου και όχι για τα λοιπά (σοβαρά) θέματα, επί των οποίων η λήψη αποφάσεων εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, όπως λ.χ. η ονοματοδοσία, η επιλογή θρησκεύματος, η διενέργεια σοβαρής χειρουργικής επέμβασης, η επιλογή αναδόχου, κ.α.). Σε αυτήν την περίπτωση το δικαστήριο θα ρυθμίσει και τα σχετικά με την επικοινωνία των τέκνων με το γονέα που δε διαμένει μαζί τους.
Τα ζητήματα της γονικής μέριμνας, της επιμέλειας και της επικοινωνίας, εξετάζονται από το αρμόδιο δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής, καθώς και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον πιθανολογηθεί ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση να ρυθμιστούν. Επίσης, τα εν λόγω ζητήματα κρίνονται και στην περίπτωση της αγωγής διαζυγίου, όπου εκ των πραγμάτων οι γονείς του τέκνου δεν κατοικούν μαζί και πρέπει να ρυθμιστεί η κατάσταση προσηκόντως.  
Ως προς την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που ρυθμίζει την επιμέλεια και την επικοινωνία με τα τέκνα, το άρθρο 950 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι αν ο γονέας αρνείται να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο δικαστικής απόφασης, η οποία τον καταδικάζει να παραδώσει ή να αποδώσει τέκνο, προβλέπεται η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του, η οποία συνίσταται σε χρηματική ποινή ή σε προσωπική κράτηση. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947 ΚΠολΔ.


Για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με διαζύγια, συναινετικά και με αντιδικία, διατροφή συζύγου ή/και τέκνουεπιμέλεια τέκνου, συμμετοχή σε αποκτήματα, επικοινωνήστε μαζί μας στο 22920 27360.

Ετικέτες , , ,