Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ

Κατά τη διάρκεια του γάμου ο κάθε σύζυγος διατηρεί καταρχήν αυτοτελή περιουσία. Πολύ συχνά ωστόσο συμβαίνει η επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου να γίνεται σε βάρος του άλλου. Όπως είναι φυσικό ένα τέτοιο γεγονός αποκτά σημασία σε περίπτωση λύσης του γάμου, οπότε και ανακύπτει η ανάγκη νομικής προστασίας του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της θεσμοθετημένης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, ωστόσο το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο και μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Από την ίδια επίσης διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ προκύπτει, ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου. Ως αύξηση της περιουσίας νοείται κάθε οικονομική ωφέλεια που προκύπτει από τη σύγκριση της συνολικής περιουσιακής κατάστασης του κάθε συζύγου σε δύο χρονικά σημεία, αφενός τη στιγμή της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και αφετέρου τη στιγμή που σταματά η συμβολή του άλλου συζύγου και γεννιέται η αξίωση στα αποκτήματα (τελική περιουσία).  
β) λύση ή ακύρωση του γάμου ή τριετής διάσταση των συζύγων που απαιτείται να είναι συμπληρωμένη
γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Η συμβολή του ενάγοντος στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου μπορεί να γίνει είτε με παροχή υπηρεσιών, είτε με παροχή κεφαλαίων, όταν οι παροχές αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 του ΑΚ). Το είδος της συμβολής μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε υλική παροχή η οποία εξέρχεται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και στην παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο. Μπορεί να έχει τη μορφή της άμεσης χρηματοδότησης του ενός συζύγου προς τον άλλον με χρήματα από εργασία ή προϋπάρχουσα περιουσία, της απασχόλησης χωρίς αμοιβή στο επάγγελμα ή την επιχείρηση του άλλου συζύγου, της οικιακής εργασίας που υπερβαίνει τα όρια της υποχρέωσης συνεισφοράς, ή και αυτή της απλής καθημερινής συμβολής.  
δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος.
Αναφορικά με το χρόνο άσκησης της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα και την παραγραφή του δικαιώματος: σύμφωνα με το άρθρο 1401 ΑΚ, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα παραγράφεται όταν περάσουν δύο έτη από την έκδοση αμετάκλητη δικαστικής απόφασης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου. Αν αυτή η διετής προθεσμία παρέλθει άπραγη, τότε το σχετικό δικαίωμά του αποσβέννυται. Στην περίπτωση της τριετούς διάστασης των συζύγων, χωρίς έκδοση διαζυγίου, ο νόμος δεν προβλέπει τίποτα, ωστόσο, κατά την άποψη που κυριαρχεί στη νομολογία και στη θεωρία, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει η διάσταση των συζύγων πέραν της ανωτέρω τριετίας από την έναρξή της διάστασης, το δικαίωμα του συζύγου να ασκήσει την αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα δεν παραγράφεται. Υπάρχει ωστόσο το ενδεχόμενο κάποιες φορές η υπερβολικά καθυστερημένη άσκηση της αξίωσης να απορριφθεί με την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος.


Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το Δικηγορικό Γραφείο Ιωάννας Κουλουβράκη – Αικατερίνης Τζωρτζάκη και Συνεργατών στο τηλ. 22920 27360.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 323 και 905 §§1, 3 και 4 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) αποτελεί δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου που εκδόθηκε
 β) η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση
 γ) ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός εάν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ίσχυε για τους πολίτες του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση
 δ) δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου και
 ε) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την ημεδαπή δημόσια τάξη
 Όταν όμως για να επέλθει το διαπλαστικό αποτέλεσμα ορισμένων αποφάσεων Ελληνικών Δικαστηρίων, απαιτείται κατά το ελληνικό δίκαιο βαθμός δικονομικής ωριμότητας ανώτερος της τελεσιδικίας, τότε για να αναγνωριστεί το δεδικασμένο παρόμοιας αλλοδαπής απόφασης από τα Ελληνικά Δικαστήρια, πρέπει αυτές να έχουν αποκτήσει ήδη το βαθμό τούτο της δικονομικής ωριμότητας, αλλιώς απορρίπτονται. Έτσι η αλλοδαπή απόφαση, με την οποία λύνεται ο γάμος των συζύγων, ο ένας από τους οποίους ή και οι δύο είναι Έλληνες, πρέπει να καταστεί αμετάκλητη κατά το δίκαιο του τόπου εκδόσεως της, για να μπορεί να αναπτύξει και κατά το ελληνικό δίκαιο την έννομη συνέπεια της λύσης του γάμου.

Για την αναγνώριση του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου και την κήρυξη του τίτλου αυτού ως εκτελεστού απαιτείται αίτηση ενώπιον του αρμοδίου ελληνικού δικαστηρίου. Η περί διαζυγίου υπόθεση υπάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου (ΑΚ 14) στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου. Αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προκειμένου να καταχωρηθεί το αλλοδαπό διαζύγιο στο ειδικό ληξιαρχείο, μετά την αναγνώριση από το αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο, είναι:
• Το πρωτότυπο της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου νόμιμα επικυρωμένο  με επίσημη μετάφρασή του.
• Πιστοποιητικό ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη εφόσον δεν αναγράφεται στο σώμα αυτής, νόμιμα επικυρωμένο και επίσημη μετάφρασή του.
• Αναγνώριση του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης από τα Ελληνικά Δικαστήρια (στις περιπτώσεις που απαιτείται).
• Παράβολο χαρτοσήμου, το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τον χρόνο κατάθεσης.
Δεν απαιτείται απόφαση Ελληνικού δικαστηρίου για την αναγνώριση του δεδικασμένου της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, εάν:
α) έχει εκδοθεί από χώρα κράτος μέλος της Ε.Ε. (πλην της Δανίας) μετά την 1η Μαρτίου του 2001, ή από την ημερομηνία ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. αν αυτή έγινε μεταγενέστερα (Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000),
β) έχει εκδοθεί από δικαστήριο της Αρμενίας (άρθρο 22 του Ν.3007/2002),
γ) έχει εκδοθεί από δικαστήριο της Γεωργίας (άρθρο 26 του Ν. 2813/2000),
δ) έχει εκδοθεί από δικαστήριο της Ουκρανίας (άρθρο 20 παρ. 3 του Ν. 3281/2004),
ε) έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Ρουμανίας (άρθρο 25 του Ν.Δ. 429/1974) και
στ) έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Συρίας (άρθρο 26 του Ν. 1450/1984).




ΤΟ ΚΑΤ’ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΟ

Σε περίπτωση μη ύπαρξης συναίνεσης μεταξύ των συζύγων, ο γάμος μπορεί να λυθεί με ενέργειες που μπορούν να ξεκινήσουν μονομερώς από τον κάθε σύζυγο χωριστά. Σε περίπτωση αντιδικίας, ο γάμος λύνεται α) είτε λόγω ισχυρών κλονιστικών γεγονότων του γάμου (διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου) β) είτε λόγω διαστάσεως επί μια διετία (διαζύγιο λόγω διετούς διάστασης). Αναλυτικότερα: 
α) Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 και 2 ΑΚ, «καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας του, εγκατάλειψης του ενάγοντα ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος».
Κλονισμός του γάμου επέρχεται, όταν εκλείπει η ψυχική διάθεση του ενός ή και των δύο συζύγων για τη συνέχιση της εγγάμου συμβιώσεως. Προς διευκόλυνση της απόδειξης του ισχυρού κλονισμού του γάμου, ο νόμος καθιερώνει μία σειρά από περιπτώσεις, οι οποία συνιστούν ex lege μαχητά τεκμήρια ισχυρού κλονισμού, δηλαδή η επίκληση και η απόδειξή τους αρκεί για τη λύση του γάμου, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί περαιτέρω και η τυχόν υπαιτιότητα  του ενός ή του άλλου συζύγου και περιλαμβάνουν περιοριστικά τις κάτωθι περιπτώσεις: τη διγαμία, τη μοιχεία, την εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, την επιβουλή της ζωής και την άσκηση ενδοοικογενειακής βίας. 
Εκτός από τον ισχυρό κλονισμό του γάμου, για να στοιχειοθετηθεί ο λόγος διαζυγίου πρέπει να συνδέεται με τον εναγόμενο, ή, τουλάχιστον και με τον εναγόμενο. Δηλαδή, ο λόγος αυτός δεν πρέπει να αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του ενάγοντα.
β. Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, ανεξαρτήτως από το ποιος είναι υπαίτιος για τον χωρισμό. Δηλαδή ακόμη και εάν ο κλονισμός οφείλεται σε γεγονός που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του ενάγοντα, στην περίπτωση συμπλήρωσης διετούς διάστασης, και αυτός δικαιούται να ζητήσει τη λύση του γάμου με διαζύγιο.  Ο νόμος θεωρεί ότι με την συμπλήρωση δύο ετών διακοπής της συμβίωσης, ο γάμος έχει αντικειμενικά κλονισθεί και πρέπει να λυθεί.
Η διάσταση αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια. Επέρχεται, όταν εκλείψουν τα στοιχεία που απαρτίζουν την έγγαμη συμβίωση, τόσο το υλικό όσο και το ψυχικό. Τυπικά, διάσταση υπάρχει όταν οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς (σωματικώς/εξωτερικώς) και ψυχικώς (βουλητικώς) μεταξύ τους με την κοινή βούληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, δηλαδή όταν δεν υπάρχει πλέον συγκατοίκηση ούτε κοινή θέληση για διατήρηση του γάμου. Ωστόσο στην πράξη είναι δυνατό να χωρήσει διετής διάστασης και ενόσω συνεχίζει η συγκατοίκηση ή και το αντίστροφο, να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις της, ενώ έχει διακοπή η συνοίκηση. 
Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που πραγματοποιήθηκαν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων. 

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΜΕΤΟΙΚΗΣΗ ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΤΕΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 1386 ΑΚ, ο γάμος παράγει και για τους δύο συζύγους αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση. Η λειτουργία του θεσμού του γάμου μπορεί να είναι ομαλή αλλά μπορεί να υπάρξει και χωρισμός των συζύγων, διακοπή δηλαδή της έγγαμης συμβίωσης.
Αυτό συνήθως λαμβάνει χώρα εφόσον κριθεί ότι η εξακολούθηση της συμβίωσης μόνο σε περαιτέρω παρόξυνση και εκτράχυνση των ήδη τεταμένων συζυγικών σχέσεων οδηγεί. Εδώ τις περισσότερες φορές γίνεται λόγος για τις περιπτώσεις εκείνες που η σύζυγος και τα παιδιά –εφόσον υπάρχουν- πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο σπίτι από τον σύζυγο πατέρα, βίας είτε σωματικής είτε και ψυχολογικής (ξυλοδαρμοί, απειλές, ύβρεις, πρόκληση διαρκούς φόβου, βαριά προσβλητική συμπεριφορά).
Σύμφωνα με το άρθρο 1393 εδ. α ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο (ακόμα και προσωρινά, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 735 ΚΠολΔ) μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος του ακινήτου ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Ο χωρισμός που διατάσσεται από το δικαστήριο ονομάζεται μετοίκηση και αποτελεί στην ουσία μέσο πρόνοιας για την άρση των διενέξεων μεταξύ των συζύγων.
Το δικαστήριο στο πλαίσιο της εξουσίας του για την προστασία της οικογένειας σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, προβαίνει σε αυτή την παραχώρηση λαμβάνοντας υπ' όψιν του τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου χωριστά, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς εκείνον το σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο. Στην τελευταία δε αυτή περίπτωση η νομολογία δέχεται, ότι μπορεί να ορισθεί από το δικαστήριο αντάλλαγμα από τον χρήστη σύζυγο προς τον μη χρήστη, αλλά κύριο ή μισθωτή του ακινήτου σύζυγο, που είναι δυνατόν να συνυπολογισθεί κατά τον καθορισμό της οφειλόμενης μεταξύ των συζύγων διατροφής.
Αρμόδιο δικαστήριο να διατάξει, ως ασφαλιστικό μέτρο, τη μετοίκηση, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου όπου βρίσκεται η τελευταία κοινή διαμονή των συζύγων. Για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης ή την χορήγηση άδειας αποχώρησης από αυτήν, το δικόγραφο της σχετικής αγωγής ή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να αναφέρει τα εξής: α) τη σύναψη γάμου μεταξύ των διάδικων-συζύγων β) τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης τους γ) τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις ειδικές συνθήκες καθενός από τους διαδίκους-συζύγους κατά το άρθρο 1393 ΑΚ και συνθέτουν την επείγουσα περίπτωση του αιτήματος για την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος της -μέχρι τότε- οικογενειακής στέγης στον αιτούντα και δ) αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το συμφέρον των τέκνων αυτών (π.χ. αλλαγή σχολείου, και γενικότερα περιβάλλοντος που θα μπορούσε να έχει δυσμενή επίδραση στην ψυχική τους υγεία).
            Αίτημα του δικογράφου είναι να απομακρυνθεί ο ίδιος ο αιτών από την συζυγική κατοικία ή να διαταχθεί η απομάκρυνση του άλλου συζύγου, ή, τέλος, η παραμονή και των δύο συζύγων σε χωριστά μέρη της ίδιας κατοικίας, εφόσον τούτο είναι εφικτό. Επισημαίνεται ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει ως αίτημα να διαταχθεί η βίαιη επάνοδος στη συζυγική κατοικία του συζύγου που την εγκατέλειψε αδικαιολόγητα, διότι τούτο απαγορεύεται ρητά από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ο νόμος δεν ορίζει ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες που αν υπάρχουν συντρέχει η επιείκεια ώστε να επιβληθεί η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης. Οι ειδικές συνθήκες αυτές, που θα κριθούν από το δικαστήριο, προσδιορίζονται από τους όρους ζωής των διαδίκων-συζύγων μέχρι τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Π.χ. ως ειδικές συνθήκες θεωρούνται η σωματική και η ψυχική υγεία τους, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας του ενός και του άλλου συζύγου, καθώς και η οικονομική κατάσταση κυρίως του γονέα που έχει τη γονική μέριμνα των τέκνων. Το εύλογο ή μη της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης από τον ενάγοντα-αιτούντα τη μετοίκηση σύζυγο και η τυχόν υπαιτιότητά του δεν αποτελούν κριτήρια από το νόμο για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, συνεκτιμώνται ωστόσο έμμεσα μαζί με τα άλλα στοιχεία από το δικαστήριο.
Το δικαστήριο εκδίδοντας την απόφασή του, έχει ελευθερία να αποφανθεί και να διατάξει όσα κατά την κρίση του επιβάλλονται από τις περιστάσεις. Έχει δηλαδή την διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δώσει την άδεια της μετοίκησης στον αιτούντα ή αντίθετα να διατάξει τον άλλο σύζυγο να εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη, ή ακόμη και να διατάξει την χωριστή παραμονή και των δύο στην οικογενειακή στέγη.
Η παραπάνω ρύθμιση της χρήσης της συζυγικής στέγης δεν έχει μονιμότητα, αλλά είναι από τη φύση της προσωρινή μέχρι την έκδοση του διαζυγίου, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη γάμου και την υποχρέωση των συζύγων σε παροχή χρήσης οικογενειακής στέγης υπό την έννοια της στέγασης, κατά τη διάρκεια του γάμου, ακόμα, δηλαδή, και όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση.
Η απόφαση που διέταξε τη μετοίκηση μπορεί να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που επέβαλλαν την παραχώρηση της χρήσης της συζυγικής στέγης στον ένα σύζυγο. Τέλος, ο σύζυγος που διατάχθηκε να μετοικήσει και παρά ταύτα εισβάλλει στην χωριστή διαμονή του άλλου συζύγου ή ενοχλεί ή διαταράσσει τη διαμονή του, μπορεί να τιμωρηθεί με την διάταξη του άρθρου 334 ΠΚ περί διατάραξης της οικιακής ειρήνης.


Ετικέτες , ,

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ Ν. 3869/2010 ΜΕΛΕΤΑ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ



Με σύμβαση υπογραφείσα την 10η Δεκεμβρίου το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναθέτει στην Εταιρία Δικαστικών Μελετών την εκπόνηση  διαγνωστικής μελέτης με αντικείμενο το δίκαιο της αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, στο πλαίσιο μνημονιακής υποχρέωσης.

Ειδικότερα σύμφωνα με το έγγραφο του Υπ. Δικαιοσύνης, το περιεχόμενο της μελέτης θα αφορά τη διάγνωση των προβλημάτων και παθογενειών που έχουν προκληθεί και εντοπίζονται  κατά την εφαρμογή του Ν.3869/2010 στην Ελληνική Δικαιοσύνη αλλά και την οικονομική ζωή του τόπου. Η αξιολόγηση της πρακτικής εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου δεν θα γίνει με νομικά ή δικαστικά κριτήρια, αλλά με την τήρηση αντικειμενικών ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων και μάλιστα βασιζόμενη σε στατιστικά δεδομένα, κατά τη ρητή διατύπωση της σύμβασης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με τη μελέτη στοχεύεται η διατύπωση αξιόπιστων προτάσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και τη βελτίωση του υφιστάμενου νομοθετικού αλλά και διαδικαστικού καθεστώτος.

Η μελέτη θα διενεργηθεί με τη χρήση ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή με Δικηγόρους οφειλετών και δανειστών, Δικαστές, Δικαστικούς υπαλλήλους, θεσμικούς εκπροσώπους δανειστών, δηλαδή τα πιστωτικά ιδρύματα και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και εκπροσώπους οφειλετών όπως οι Ενώσεις Καταναλωτών, στην Αττική και σε επαρχιακές πόλεις.

Η μελέτη αναμένεται να έχει κατατεθεί σε διάστημα δύο μηνών από την υπογραφή της σύμβασης και με ενδιαφέρον αναμένονται οι τελικές προτάσεις περί τροποποίησης του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων.

Πηγή: www.lawnet.gr

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Η ΝΕΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΕΚ

Ψηφίστηκε τελικά με αρκετή καθυστέρηση η ρύθμιση που αφορά τους χιλιάδες δανειολήπτες του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) (άρθρο 55 ν. 4053/2014, ΦΕΚ Α’ 237/31-10-14). Η ρύθμιση αυτή αφορά όσους έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο από εμπορικές τράπεζες με επιδότηση του επιτοκίου από τον ΟΕΚ. Σημειώνεται ότι δεν  εμπίπτουν στη ρύθμιση και εκείνοι που έχουν λάβει απευθείας στεγαστικό δάνειο από τον εν λόγω οργανισμό, οι οποίοι αποτελούν μία εντελώς διαφορετική κατηγορία δανειοληπτών.
Με την νέα διάταξη παρέχεται η δυνατότητα χρονικής επιμήκυνσης των συγκεκριμένων δανείων, χωρίς οι δανειολήπτες να απολέσουν την επιδότηση από τον ΟΑΕΔ (ως καθολικού διαδόχου του πρώην ΟΕΚ) όπως αυτή θα διαμορφωθεί, υπό τον περιορισμό της μη ανάληψης επιπλέον υποχρεώσεων από τον Οργανισμό. Σημειώνεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι δανειολήπτες δεν έχουν υπερβεί κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης τη συμβατική προθεσμία των έξι (6) μηνών.
Τα δάνεια που υπάγονται στη ρύθμιση είναι στεγαστικά δάνεια δεκαπενταετούς διάρκειας που χορηγήθηκαν από τράπεζες συμβεβλημένες με τον τέως ΟΕΚ με επιδότηση του επιτοκίου για τα πρώτα 9 έτη. Τα τελευταία δάνεια αυτού του προγράμματος χορηγήθηκαν το 2011, ενώ από την κατάργηση, τον Φεβρουάριο του 2012, του ΟΕΚ οι υποχρεώσεις του Οργανισμού αναλήφθηκαν από τον ΟΑΕΔ. 
Σκοπός της νέας ρύθμισης, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, είναι να διευκολυνθούν οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην αποπληρωμή των δόσεων λόγω της οικονομικής κρίσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι οι δανειολήπτες, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, να μην έχουν καθυστερούμενες δόσεις για περισσότερους από έξι μήνες. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, ο ΟΑΕΔ δεν θα παρεμβάλλεται στη διαπραγμάτευση του δανειολήπτη με την τράπεζα. 
Μετά τη ρύθμιση το ποσό επιδότησης θα καταβάλλεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μεταβάλλεται το ύψος του προκειμένου να μην αυξηθεί η δαπάνη για τον ΟΑΕΔ λόγω της αύξησης των δόσεων αποπληρωμής των δανείων.
Μέχρι να τεθεί σε ισχύ η ρύθμιση, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώνει κανονικά τις ισχύουσες δόσεις του ή τουλάχιστον εκείνες που απαιτούνται ώστε να μην χρωστά πάνω από έξι δόσεις το μήνα κατά τον οποίο θα ισχύσει η ρύθμιση, όπως εξάλλου ρητά προβλέπει ο νόμος.
Αναλυτικά το άρθρο 55 Ν.4305/2014, με τη νέα ρύθμιση:
1. Τα δάνεια που έλαβαν δικαιούχοι από πιστωτικά ιδρύματα με επιδότηση επιτοκίου αποκλειστικά από τον πρώην ΟΕΚ, επιμηκύνονται υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι δεν έχουν υπερβεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης τη συμβατική προθεσμία διακοπής, δηλαδή για ληξιπρόθεσμη οφειλή μεγαλύτερη του ισόποσου των έξι (6) μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων.  
2. Ο   ΟΑΕΔ (ως καθολικός διάδοχος του πρώην ΟΕΚ), χωρίς να παρεμβάλλεται στη διαπραγμάτευση των οφειλετών με την αντισυμβαλλόμενη Τράπεζα αναφορικά με το χρόνο αποπληρωμής του δανείου, θα εξακολουθήσει να καταβάλλει την επιδότηση του επιτοκίου, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικά καταβληθησόμενο ποσό επιδότησης δεν θα υπερβεί το ποσό που θα εκτιμηθεί, με βάση το ισχύον, κατά την ημερομηνία κατάρτισης της νέας σύμβασης υλοποίησης της ρύθμισης, επιτόκιο του δανείου.
3. Οι οφειλέτες μπορούν να υποβάλλουν τη σχετική αίτηση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας δύναται να παραταθεί η ανωτέρω προθεσμία.
4. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος καταργείται η υπ’ αριθμ. 2575/84/14-2-2012 (ΦΕΚ 308Β) απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και κάθε άλλη διάταξη νόμου, που ρυθμίζει διαφορετικά τα δάνεια του παρόντος άρθρου.


Ετικέτες ,